- αποτσίγαρο
- τοό,τι απομένει από καπνισμένο τσιγάρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποτσίγαρο — το το υπόλειμμα του τσιγάρου που καπνίστηκε, η γόπα: Δεν είχε ν αγοράσει τσιγάρα και κάπνιζε τ αποτσίγαρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γόπα — Ψάρι τελεόστεο της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σπαριδών. Το μήκος του φτάνει έως 30 εκ. είναι σχεδόν ατρακτοειδές και ελαφρά πεπιεσμένο στα πλευρά. Έχει δύο μεγάλα μάτια με διάμετρο περίπου ίση με το ένα τρίτο του μήκους της… … Dictionary of Greek
γόπα — η 1. είδος ψαριού με νόστιμη σάρκα. 2. αποτσίγαρο: Άδειασα το σταχτοδοχείο από τις γόπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)